- κατεχμάζω
- κατεχμάζω,A hold fast, keep back, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατεχμάζω — (Α) κρατώ δυνατά, εμποδίζω, αναχαιτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐχμάζω «κρατώ κάτι στερεά, εμποδίζω»] … Dictionary of Greek
κατέχμασον — κατεχμάζω hold fast aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεχμάσας — κατεχμά̱σᾱς , κατεχμάζω hold fast fut part act fem acc pl (doric) κατεχμά̱σᾱς , κατεχμάζω hold fast fut part act fem gen sg (doric) κατεχμάσᾱς , κατεχμάζω hold fast aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)